Εδώ και αρκετούς μήνες, αντικείμενο σχεδόν καθημερινών αντιπαραθέσεων με το μεγάλο μου γιο, μαθητή της Β’ Λυκείου, είναι το επίρρημα «απλά», το οποίο εκείνος δεν παραλείπει να χρησιμοποιεί υπέρ το δέον στον προφορικό λόγο του, και μάλιστα με λανθασμένο τρόπο: «Απλώς, Γιώργο, όχι απλά! Δεν μπορώ να σε ακούω άλλο με αυτό το απλά. Κατάλαβέ το επιτέλους, είναι άλλο το απλά και άλλο το απλώς».
Εκείνος, βεβαίως, παρασυρμένος από τα ορμητικά κύματα των κυρίαρχων σήμερα γλωσσικών τύπων —όσοι και όσες των αναγνωστών και των αναγνωστριών ανήκουν σε παλαιότερες γενιές θα θυμούνται ασφαλώς το αλήστου μνήμης «βασικά»—, όχι μόνο αντιδρά, ως κλασικός έφηβος, ελαφρώς ειρωνικά, αλλά και ισχυρίζεται πως και με το «απλά» συνεννοείται μια χαρά με τους γύρω του. Είμαι βέβαιος ότι δε θα είναι λίγοι εκείνοι που, διαβάζοντας τα παραπάνω, θα με θεωρήσουν υπερβολικά σχολαστικό και «κολλημένο». Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να απολογηθώ δανειζόμενος αρχικά ένα απόσπασμα από συνέντευξη που είχε παραχωρήσει πέρσι ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης στη δημοσιογράφο Μυρτώ Λοβέρδου:
«Έχουμε ένα πρόβλημα ποιότητας στη χρήση της γλώσσας, στα ελληνικά που μιλάμε και γράφουμε. Λύσαμε το γλωσσικό ζήτημα και μείναμε με ένα γλωσσικό πρόβλημα. Δεν είμαστε οι μόνοι. Πού οφείλεται; Ο κυριότερος λόγος είναι γιατί μέσα μας κάπου έχουμε απαξιώσει τη γλώσσα. Θεωρούμε ότι είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας. Άρα, τα μιλάω τα ελληνικά. Δεν προβληματίζομαι για το τι ελληνικά ξέρω, αν είναι ποιοτικός, με την έννοια ότι είναι ακριβής, λιτός, αποτελεσματικός και, πάνω απ’ όλα, δηλωτικός ο λόγος μου. Δηλαδή, αν αποκαλύπτει τη σκέψη μου. Επομένως έχουμε μια σχέση με τη γλώσσα απαξιωτική. Παλιότερα το να προσέξουν αυτό που λένε και γράφουν, το θεωρούσαν σημαντικό και δούλευαν γι’ αυτό. Τώρα το θεωρούμε αυτόματο, ό,τι μάθαμε, μάθαμε…»
Νομίζω ότι δε θα μου αρνηθείτε, αγαπητοί φίλοι και αγαπητές φίλες, να γυρέψω αποκούμπι και στα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη επί του προκειμένου:
«Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσο επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν’ αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις».
Όσον αφορά δε τη βαθύτερη, ουσιώδη συνάφεια της γλώσσας με τις έννοιες της πνευματικής εγρήγορσης, της καθολικής παιδείας και της ζωής αυτής καθαυτήν, τι καλύτερο, τι πιο γλαφυρό και πιο πειστικό από τα λόγια του —και δικού μου— καθηγητή και παιδαγωγού Γεωργίου Μπαμπινιώτη, στο πλαίσιο της προαναφερθείσης συνεντεύξεως:
«Η εκπαίδευση είναι η προϋπόθεση της παιδείας. Η παιδεία είναι κάτι πολύ ευρύτερο, είναι τα διαβάσματα και τα ακούσματά μας, η αυτομόρφωση πάνω απ’ όλα. Το χειρότερο πράγμα είναι να νομίζεις ότι η σχέση σου με τη γλώσσα τελείωσε όταν τελείωσε και το σχολείο. Εάν δεν έχεις μέσα σου μια έφεση να οδηγείς τον εαυτό σου σε μια συνεχή πνευματική εγρήγορση, να διαβάζεις, να ακούς, να προβληματίζεσαι, να συζητείς, εάν όλα αυτά δεν τα έχεις, έχεις πεθάνει πολύ νωρίς και δεν το έχεις καταλάβει.
»Είναι χαρακτηριστικό ότι γονείς στα σχολεία ρωτάνε αν τα παιδιά τους θα μάθουν καλά αγγλικά, και δεν ρωτάνε, ποτέ, αν θα μάθουν καλά ελληνικά, που είναι το όχημα της σκέψης τους. Τους απασχολεί αν θα έχει πισίνα και αθλητικές εγκαταστάσεις το σχολείο. Εμένα με απασχολούν οι αρχές, οι αξίες, οι κανόνες, η αγωγή».
Bαγγέλης Στεργιόπυλος
in.gr. 20-9-2019