Τρίτη 25 Ιουνίου 2019

Ευριπίδη Ελένη: Project - Μια ιστορία εμπνευσμένη από την τραγωδία

Στα μέσα του 20ου αιώνα, μια νύχτα του χειμώνα, μια νεαρή όμορφη ξανθιά κοπέλα βρίσκεται κλειδωμένη στο δωμάτιό της σ' ένα απομακρυσμένο χωριό της Ηπείρου. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, γράφει στο ημερολόγιό της…

Ήπειρος, Ιανουάριος 1960
‘‘ Αγαπημένο μου ημερολόγιο,

   Τους τελευταίους μήνες έχω περάσει πολύ δύσκολα και νιώθω μεγάλη ανάγκη να τα πω σε κάποιον, γι’ αυτό αποφάσισα να σου γράψω. Αυτή τη στιγμή είμαι κλεισμένη στο δωμάτιό μου στο χωριό, μακριά από όλους και απ’ όλα γιατί φοβάμαι ότι αν βγω θα με βρει ο Γιώργος. Αλλά ας το πάρουμε από την αρχή…

   Μέχρι πριν λίγους μήνες, ζούσα στην Αθήνα μαζί με τους γονείς μου και ήμουν τρελά ερωτευμένη με τον Μενέλαο. Ο Μενέλαος ήταν πολύ όμορφος. Ήταν ψηλός, μελαχρινός, γεροδεμένος… Αγαπιόμασταν πάρα πολύ και νιώθαμε ότι είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο. Όμως κάποτε όλα τελείωσαν για εμάς…

   Όλα συνέβησαν μια μέρα που, ενώ βρισκόμουν στο δωμάτιό μου και σκεφτόμουν τον Μενέλαο, μπήκε μέσα η μητέρα μου και μου ανακοίνωσε ότι σε λίγη ώρα η θεία μου η Μαρίκα, η μεγάλη της αδερφή, θα ερχόταν να μας επισκεφθεί. Δε θα ήταν όμως μόνη της. Μαζί θα έφερνε και έναν νεαρό να μου γνωρίσει για να τον παντρευτώ. Εγώ αρνήθηκα, δεν ήθελα να το κάνω αυτό, γιατί η καρδιά ανήκε μόνο στον Μενέλαο. Αλλά η μητέρα μου με παρακάλεσε έστω να βγω να τον γνωρίσω και, ύστερα από πολλή ώρα, δέχτηκα.

   Η στιγμή που θα συναντούσα τον Άρη έφτασε. Από την πρώτη στιγμή που τον είδα κατάλαβα ότι αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν για μένα. Δεν είχε καμία σχέση με τον Μενέλαο. Ήταν άσχημος και κοντός, αλλά η μητέρα μου έσπευσε να μου υπενθυμίσει ότι η εξωτερική εμφάνιση δεν παίζει σημαντικό ρόλο, γιατί ο χαρακτήρας του ανθρώπου είναι που μετράει. Όμως ούτε ο χαρακτήρας ήταν το δυνατό του σημείο. Όταν τον γνωρίσαμε και μάθαμε περισσότερα πράγματα γι’ αυτόν μέχρι και οι γονείς μου άρχισαν να έχουν αμφιβολίες. Ήταν εξαιρετικά αγενής, οκνηρός, όλη μέρα καθόταν χωρίς να κάνει τίποτα και τα περίμενε όλα από τους γονείς του. 

   Ήρθε η ώρα ο Άρης να φύγει. Αφότου έφυγε, οι γονείς μου μού τόνισαν πως δεν ήθελαν να τον παντρευτώ. Ένιωσα πολύ χαρούμενη που δε θα αναγκαζόμουν να εγκαταλείψω τον Μενέλαο για κάποιον που δεν αγαπούσα. Εκείνη την ώρα, όμως, δε θα μπορούσα με τίποτα να φανταστώ εκείνο το απρόσμενο γεγονός που θα συνέβαινε την επόμενη νύχτα και θα οδηγούσε τους γονείς μου να πάρουν την απόφαση να με στείλουν εδώ στο χωριό, στον οικογενειακό φίλο των γονιών μου, τον κύριο Δημήτρη, να με προσέχει.

   Το επόμενο βράδυ, λοιπόν, οι γονείς μου πήγαν να επισκεφθούν μια ξαδέρφη του πατέρα μου, η οποία ήταν άρρωστη. Εγώ ήμουν μόνη στο σπίτι και έπλενα τα πιάτα όταν, ξαφνικά, άκουσα έναν περίεργο θόρυβο σαν κάποιος να προσπαθούσε να ανοίξει την πόρτα. Πλησίασα το παράθυρο που βρισκόταν δίπλα στην πόρτα και κοίταξα προσεχτικά να δω τι συμβαίνει. Αυτό που είδα με εξέπληξε. Ήταν ο Άρης, που προσπαθούσε να μπει στο σπίτι. Φοβήθηκα, δεν ήξερα τι να κάνω. Τότε αυτός φώναξε: «Ελένη, είσαι μέσα; Άνοιξέ μου σε παρακαλώ». Χωρίς να το σκεφτώ λογικά, πλησίασα και του άνοιξα την πόρτα. Εκείνος με άρπαξε αμέσως κοντά του και μου είπε: «Είδα τους γονείς σου να φεύγουν και ήρθα να σε πάρω. Θέλω να γίνεις γυναίκα μου!». Σάστισα, δεν ήξερα τι να πω και τι να κάνω. Δεν ήθελα με τίποτα να φύγω μαζί του. Ευτυχώς για μένα, οι γονείς μου γύρισαν νωρίτερα και τον έδιωξαν. Μετά απ’ αυτό, αποφάσισαν να με στείλουν εδώ στο χωριό για να με προστατεύει ο κύριος Δημήτρης. Δυστυχώς, όμως, τα βάσανα για μένα δεν έχουν τελειωμό.

   Μετά από λίγο καιρό, για κακή μου τύχη, ο κύριος Δημήτρης πέθανε ξαφνικά και εγώ έμεινα στο σπίτι μόνη με τον γιο του, τον Γιώργο, και την κόρη του, τη Μαρία. Η Μαρία έχει την ίδια ηλικία με μένα, είμαστε πολύ καλές φίλες, με στηρίζει και με βοηθάει πάντα. Ο Γιώργος, από την άλλη, είναι μεγαλύτερος από μένα και από τότε που πέθανε ο πατέρας του επιμένει να μου λέει κάθε μέρα να τον παντρευτώ. Γι’ αυτό το λόγο, κάθομαι ώρες ολόκληρες κλειδωμένη στο δωμάτιό μου, αφού αυτός είναι ο μόνος τρόπος να τον αποφύγω. Κάθε μέρα εύχομαι να είναι η τελευταία που βρίσκομαι εδώ, που τα περνάω όλα αυτά. Εύχομαι να έρθουν οι γονείς μου, έστω να με δουν, να τους πω τι συμβαίνει και να με πάρουν από εδώ.’’

Ένας μήνας μετά στην Αθήνα

   Οι γονείς της Ελένης, καθώς περπατούσαν προς το σπίτι τους, είδαν από μακριά τον Μενέλαο με μια κοπέλα, την οποία όμως δεν μπορούσαν να δουν καλά. Πήγαν πιο κοντά και αυτό που είδαν τους άφησε άφωνους. Η κοπέλα που ήταν μαζί με το Μενέλαο ήταν η Ελένη. Έφυγαν πριν προλάβει να τους δει κανένας από τους δύο και πήγαν γρήγορα σπίτι, νευριασμένοι που η Ελένη το είχε σκάσει από το χωριό. Ή μήπως δεν το είχε σκάσει;

   Οι γονείς της Ελένης ήταν πολύ συγχυσμένοι. Μετά από πολύ σκέψη, αποφάσισαν να πάνε στο χωριό για να μάθουν τι είχε συμβεί. Το επόμενο πρωί αναχώρησαν για το χωριό νευριασμένοι με την Ελένη αλλά και ταυτόχρονα μπερδεμένοι, αφού δεν ήταν σίγουροι για το βρισκόταν πραγματικά η κόρη τους. Μετά από πολλές ώρες, έφτασαν έξω από το σπίτι που κάποτε ζούσε ο κύριος Δημήτρης, αλλά αυτό που αντίκρισαν τους μπέρδεψε ακόμη περισσότερο. Η Ελένη ήταν εκεί μαζί με την Μαρία…

   Στην αρχή σκέφτηκαν να πάνε να της μιλήσουν αλλά ύστερα το μετάνιωσαν. Αποφάσισαν να γυρίσουν και να προσπαθήσουν να βρουν μόνοι τους τι είχε συμβεί. Μέχρι και την ώρα που έφτασαν στην Αθήνα μόνο ένα σενάριο θεωρούσαν πιθανό. Μόλις μπήκε στο σπίτι, η γυναίκα ρώτησε τον άντρα: «Λες όλα αυτό να έχει σχέση με αυτό που συνέβη πριν από 20 χρόνια;»

Λίγες ημέρες μετά…

   Η Ελένη καθόταν μαζί με τη Μαρία στην αυλή του σπιτιού, απολαμβάνοντας τις λίγες ώρες ελευθερίας που τις έμεναν μέχρι να γυρίσει πίσω ο Γιώργος, ο οποίος είχε πάει τα πρόβατα να βοσκήσουν. Ξαφνικά είδε μπροστά της τον πολυαγαπημένο της Μενέλαο. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε ότι ήταν η πιο ευτυχισμένη γυναίκα του κόσμου. Πίστεψε ότι ο Μενέλαος ανακάλυψε που βρισκόταν και ήρθε να την πάρει. Όμως αυτός δεν ήταν μόνος του αλλά με μια κοπέλα. Όταν την είδε, έπεσε από τα σύννεφα. Η κοπέλα αυτή ήταν ίδια με την Ελένη. 

   Έτρεξε αμέσως προς το μέρος του ζητώντας απαντήσεις. Μόλις την είδε ο Μενέλαος σοκαρίστηκε και απαίτησε να μάθει ποια ήταν. Η Ελένη με δάκρυα απάντησε :«Εγώ είμαι η Ελένη, η Ελένη που αγάπησες και σε αγάπησε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο! Αυτή όμως που είναι δίπλα σου ποια είναι;» Και η κοπέλα αυτή απάντησε: «Εγώ είμαι η πραγματική Ελένη. Γιατί λες ψέματα ;» Μετά απ'αυτό η Ελένη δεν άντεξε άλλο. Ξέσπασε σε λυγμούς και άρχισε να λέει στον Μενέλαο για όλα όσα έχουν περάσει μαζί. Αφότου η Ελένη τελείωσε τη διήγησή της, ο Μενέλαος δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι η κοπέλα που είχε φέρει μαζί του δεν ήταν η κοπέλα που ερωτεύτηκε αλλά κάποια άλλη.

   Αφού αγκαλιάστηκαν ο ένας με τον άλλο, αποφάσισαν να φύγουν μαζί με την άλλη κοπέλα για την Αθήνα και να ζητήσουν απαντήσεις από τους γονείς της Ελένης. Η Μαρία υποσχέθηκε ότι δε θα έλεγε στον Γιώργο τι είχε συμβεί πραγματικά, αλλά θα έλεγε ότι την Ελένη την πήραν οι γονείς της. Η Ελένη ευχαρίστησε τη Μαρία για όλες τις φορές που τη βοήθησε και τη στήριξε απέναντι στον αδερφό της και ύστερα έφυγε. 

   Πέρασαν οι ώρες και το βράδυ έφτασαν στην Αθήνα. Αρχικά μπήκαν στο σπίτι μόνο ο Μενέλαος με την Ελένη, οι οποίοι βρήκαν τους γονείς να μιλούν με τη θεία Μαρίκα. Αφού τους χαιρέτησαν η Ελένη είπε: «Θα θέλαμε να σας δείξουμε κάτι…» Τότε μπήκε μέσα η άλλη κοπέλα η οποία στη διαδρομή είχε αποκαλύψει στην Ελένη και στον Μενέλαο ότι το πραγματικό της όνομα ήταν Κωνσταντίνα. Οι γονείς της Ελένης μόλις είδαν την Ελένη σοκαρίστηκαν. Η μητέρα της ξέσπασε σε κλάματα και ο πατέρας της είπε: «Νομίζω ότι πρέπει να καθίσετε γιατί έχουμε να σας πούμε πολύ σημαντικά πράγματα. Ελένη, πρέπει να μάθεις επιτέλους όλη την αλήθεια αν και δε θέλαμε να γίνει μ' αυτόν τον τρόπο»
 
20 χρόνια πριν… Μια νεαρή γυναίκα έφερε στον κόσμο δύο δίδυμα κοριτσάκια. Τα αγαπούσε και τα δύο πάρα πολύ, περισσότερο απ’ όσο αγαπούσε τον ίδιο εαυτό της. Εκείνη και ο άντρας της, όμως, δεν είχαν αρκετά χρήματα για να τις μεγαλώσουν και τις δύο. Έτσι αποφάσισαν να δώσουν το ένα από τα δύο κοριτσάκια για υιοθεσία. Το έδωσαν πρώτα στην μεγάλη αδερφή της γυναίκας η οποία με τη σειρά της το έδωσε σε ένα φιλικό ζευγάρι που δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Οι γονείς δεν έμαθαν ποτέ τίποτα περισσότερο γι’ αυτή την κόρη τους. Την δεύτερη κόρη από την άλλη την κράτησαν και της έδωσαν το όνομα Ελένη.
 
 Όση ώρα οι γονείς της Ελένης της αποκάλυψαν όλη την αλήθεια σχετικά με την αδερφή της εκείνη είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι τόσα χρόνια είχε μια δίδυμη αδερφή και το έμαθε από ένα τυχαίο γεγονός. Ήθελε να ρωτήσει τόσα πράγματα όμως οι λέξεις δεν έβγαιναν από το στόμα της.

   Έπειτα το λόγο πήρε η θεία της Ελένης : «Πριν από κάποιους μήνες που δεν είχα αρκετά λεφτά ο Άρης με βοήθησε οικονομικά και ως αντάλλαγμα υποσχέθηκα να του γνωρίσω την Ελένη. Όμως μετά από όσα συνέβησαν οι γονείς την έστειλαν στο χωριό και ο Άρης  με εκβίαζε ότι θα κατέστρεφε το γάμο της κόρης μου αν δεν του έδινα την Ελένη. Γι’ αυτό το λόγο αποφάσισα να βρω την Κωνσταντίνα και να δώσω αυτή στον αφού εγώ γνώριζα τους θετούς της γονείς, άρα δε θα δυσκολευόμουν. Στην αρχή δε δέχτηκε να με βοηθήσει αλλά εκμεταλλεύτηκα το γεγονός ότι ο θετός της πατέρας της δεν της φερόταν καλά και της υποσχέθηκα ότι θα τη βοηθήσω να απαλλαγεί από τη συμπεριφορά του.»

   Στο τέλος μίλησε η ίδια η Κωνσταντίνα : «Λίγο καιρό αφότου δέχτηκα να παντρευτώ τον Άρη γνώρισα τον Μενέλαο ο οποίος όπως όλοι πίστεψε ότι είμαι η Ελένη. Γοητεύτηκα από το πόσα πολλά πράγματα έκανε για να με κερδίσει παρόλο που στην πραγματικότητα δεν ήθελε να κερδίσει εμένα αλλά την αδερφή μου. Συμφώνησα να κλεφτούμε και να πάμε στο χωριό, όπου συναντήσαμε την πραγματική Ελένη.» 

   Μετά από όλες αυτές τις αποκαλύψεις η Ελένη δεν μπορούσε να πιστέψει στ’ αυτιά της. Ήλπιζε ότι όλα αυτά ήταν ένα κακό όνειρο, ένας εφιάλτης, ότι σε λίγο θα ξυπνούσε και θα ήταν όλα όπως πριν. Χωρίς να είχε πάει στο χωριό, χωρίς να είχε μια δίδυμη αδερφή της οποίας την ύπαρξη αγνοούσε όλα αυτά τα χρόνια. Αυτό όμως δε συνέβη γιατί όλα όσα είχαν ζήσει τον τελευταίο καιρό ήταν πέρα για πέρα αληθινά.

   Η Κωνσταντίνα και η θεία Μαρίκα έφυγαν χωρίς να πουν τίποτα παραπάνω. Οι υπόλοιποι έμειναν αμίλητοι για πολλή ώρα, ώσπου ο Μενέλαος έσπασε τη σιωπή ζητώντας από τους γονείς της Ελένης να την παντρευτεί. Αυτό το είχε ξανακάνει παλιότερα όμως δεν την έδιναν επειδή πίστευαν ότι η Ελένη αξίζει κάτι καλύτερο. Αυτή τη φορά, συμφώνησαν να γίνει αυτός ο γάμος, διότι έβλεπαν ότι μόνο ο Μενέλαος αγαπούσε την Ελένη αληθινά και κάπως έτσι η ιστορία έληξε χαρούμενα και το ζευγάρι έζησε ευτυχισμένο για πάντα. 

Αθήνα, Μάρτιος 1960
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,

   Θα ήθελα να σου πω ότι είμαι πραγματικά ευτυχισμένη. Επιτέλους από τόσες δυσκολίες και τόσα βάσανα μπορώ να είμαι με τον άνθρωπο μου, τον Μενέλαο και τίποτα δεν μπορεί να μας χωρίσει. Είμαι πολύ χαρούμενη, αισθάνομαι υπέροχα κάθε φορά που είμαι μαζί του και εύχομαι πραγματικά αυτή η ευκαιρία να κρατήσει για όλη την υπόλοιπη ζωή μου.   


Βασιλική Σπανουδάκη
Μαρίλια Παπαϊωάννου
Τμήμα Γ4

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.